ἄκλειστος — not closed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκλειστος — η, ο (Α ἄκλειστος, ον και ἄκληστος) αυτός που δεν είναι κλεισμένος, δεν είναι στερεωμένος «άφησε την πόρτα άκλειστη» «ἄκληστ’ ἄδουλα δώμαθ’ ἑστίας λιπὼν» (Ευρ.) νεοελλ. 1. ο ασυμπλήρωτος «έχει τα δέκα οχτώ άκλειστα» 2. (λογαριασμός) για τον οποίο … Dictionary of Greek
ἀκλήιστον — ἄκλειστος not closed masc/fem acc sg ἄκλειστος not closed neut nom/voc/acc sg ἀκλήϊστον , ἄκλειστος not closed masc/fem acc sg ἀκλήϊστον , ἄκλειστος not closed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκληίστοιο — ἄκλειστος not closed masc/fem/neut gen sg (epic) ἀκληΐστοιο , ἄκλειστος not closed masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκλήιστα — ἄκλειστος not closed neut nom/voc/acc pl ἀκλήϊστα , ἄκλειστος not closed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκλειστον — ἄκλειστος not closed masc/fem acc sg ἄκλειστος not closed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκλείστοις — ἄκλειστος not closed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκλείστου — ἄκλειστος not closed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκλείστους — ἄκλειστος not closed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκλείστων — ἄκλειστος not closed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)